ετερόρρυθμος


ετερόρρυθμος
Προφορά

Ετυμολογία
ετερόρρυθμος έτερος + ρυθμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ετερόρρυθμος -η, -ο

✦ που έχει διαφορετικό ρυθμό ή μορφή
✦ ετερόρρυθμη εταιρεία, προσωπική εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ένας από τους συνεταίρους ευθύνεται με όλη την περιουσία του και τουλάχιστον ένας μέχρι του ποσού της εισφοράς του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.