ετερόγαμος
Προφορά
Ετυμολογία
ετερόγαμος μεσαιωνική ελληνική ἑτερόγαμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ετερόγαμος -η, -ο
✦ αυτός που γονιμοποιείται από γαμέτες που προέρχονται από διαφορετικά άτομα
✦ αυτός που έχει διαφορετικούς γαμέτες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–