ετεροχρονικός


ετεροχρονικός
Προφορά

Ετυμολογία
ετεροχρονικός ετεροχρονία

Ερμηνεία
επίθετο┘ ετεροχρονικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον ετεροχρονισμό, που εκδηλώνεται ή παρέχεται σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον καθορισμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ετεροχρονικά κ.ετεροχρονικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.