ετεροπροσωπία
Προφορά
Ετυμολογία
ετεροπροσωπία μεταγενέστερη ελληνική ἑτεροπρόσωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ετεροπροσωπία
✦ η σύνταξη κατά την οποία το υποκείμενο του απαρεμφάτου ή της μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος στο οποίο αναφέρεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ταυτοπροσωπία
Επιρρήματα
–