ετερογαμία


ετερογαμία
Προφορά

Ετυμολογία
ετερογαμία μεσαιωνική ελληνική ἑτερογαμία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ετερογαμία

(βιολ.) τρόπος αναπαραγωγής κατά τον οποίο οι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.