ετεροαπασχόληση


ετεροαπασχόληση
Προφορά

Ετυμολογία
ετεροαπασχόληση έτερος + απασχόληση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ετεροαπασχόληση

✦ η επαγγελματική απασχόληση και σε άλλη θέση, εκτός από την κύρια: η ετεροαπασχόληση και η παραοικονομία ανθούν και στο ελληνικό πανεπιστήμιο (Ν. Βαγενάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.