ετεροίωση


ετεροίωση
Προφορά

Ετυμολογία
ετεροίωση αρχαία ελληνική ἑτεροίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ετεροίωση

✦ (γλωσσ.) μεταβολή του φωνήεντος ή διφθόγγου σε άλλο του ίδιου χρόνου: φέρω-φορά, νέμω-νομή-νόμος, σπεύδω-σπουδή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.