εταιρισμός


εταιρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εταιρισμός μεταγενέστερη ελληνική ἑταιρισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εταιρισμός

✦ η άσκηση πορνείας: με νόμο έχει απαγορευθεί ο ομαδικός εταιρισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.