ετήσιος


ετήσιος
Προφορά

Ετυμολογία
ετήσιος αρχαία ελληνική ἐτήσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ετήσιος -ια, -ιο

✦ που διαρκεί ή καλύπτει ένα χρόνο: ετήσιες δαπάνες
✦ που γίνεται κάθε χρόνο: ετήσια εμποροπανήγυρη

Συνώνυμα
χρονιάτικος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.