εσάνς


εσάνς
Προφορά

Ετυμολογία
εσάνς └γαλλ┘ essence

Ερμηνεία
εσάνς

✦ άκλ. ουσ. αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και ζαχαροπλαστική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.