ερωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ερωτικός αρχαία ελληνική ἐρωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ερωτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τον έρωτα: ερωτικό ποίημα
✦ που εκφράζει έρωτα ή χαρακτηρίζει τον έρωτα: ερωτική διάθεση – επαφή
✦ (για πρόσ.) επιρρεπής στον έρωτα: ερωτικός τύπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ερωτικά (Κ ερωτικώς)