ερωτηματικός
Προφορά
Ετυμολογία
ερωτηματικός μεταγενέστερη ελληνική ἐρωτηματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ερωτηματικός -ή, -ό
✦ που ενέχει ή εκφράζει ερώτηση
✦ το ουδ. το ερωτηματικό(ν) ως ουσ., σημείο στίξεως (;) στο τέλος μιας φράσεως που εκφράζει ερώτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ερωτηματικά (Κ ερωτηματικώς)