ερωτεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ερωτεύομαι μεσαιωνική ελληνική ἐρωτεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ερωτεύομαι
✦ κυριεύομαι από έρωτα, αγαπώ ερωτικά
✦ (μτφ. ) αισθάνομαι ιδιαίτερη έλξη: είναι ερωτευμένος μ’ αυτή την ακρογιαλιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–