ερπετό


ερπετό
Προφορά

Ετυμολογία
ερπετό αρχαία ελληνική ἑρπετόν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ερπετό

✦ ζώο σπονδυλωτό που έρπει με την κοιλιά ή με τα πόδια, σερπετό
(μτφ. ) άνθρωπος χαμερπής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.