ερμηνεύτρια
Προφορά
Ετυμολογία
ερμηνεύτρια αρχαία ελληνική ἑρμηνευτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ερμηνεύτρια
✦ θηλ. ερμηνεύτρια ο ασχολούμενος με την ερμηνεία ασαφών ή αρχαίων κειμένων
✦ μεταφραστής
✦ καλλιτέχνης, στην ερμηνεία θεατρικού ή μουσικού έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–