ερμηνεύσιμος


ερμηνεύσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
ερμηνεύσιμος ερμήνευσις

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερμηνεύσιμος -η, -ο

✦ αυτός που δέχεται ερμηνεία, που μπορεί να ερμηνευτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.