ερμηνευτικός


ερμηνευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ερμηνευτικός αρχαία ελληνική ἑρμηνευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερμηνευτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην ερμηνεία, ο κατάλληλος να ερμηνεύει: ερμηνευτικά σχόλια – ερμηνευτική ικανότητα
✦ θηλ. η ερμηνευτική ως ουσ., κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ερμηνεία κειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.