εριουργικός


εριουργικός
Προφορά

Ετυμολογία
εριουργικός μεταγενέστερη ελληνική ἐριουργικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εριουργικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην εριουργία ή ο χρήσιμος γι’ αυτήν: εριουργική τέχνη
✦ θηλ. εριουργική ως ουσ., η εριουργία (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.