ερημωτής


ερημωτής
Προφορά

Ετυμολογία
ερημωτής μεταγενέστερη ελληνική ἐρημωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ερημωτής

✦ αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.