ερημοσπίτης
Προφορά
Ετυμολογία
ερημοσπίτης έρημος + σπίτι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ερημοσπίτης
✦ που ζει σε σπίτι έρημο, χωρίς τα απαραίτητα: (παροιμ.) πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, αυτός που επιχειρεί πολλά, σε τίποτε δεν επιτυγχάνει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–