ερημονόμος


ερημονόμος
Προφορά

Ετυμολογία
ερημονόμος αρχαία ελληνική ἐρημονόμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερημονόμος -ος, -ο

✦ αυτός που συχνάζει στην έρημο (η λ. κ. ως ουσ.): ερημονόμος δεν είχε ποτέ ποθήσει το νερό της όασης, όσο ο Ιμπραήμ αυτό το ταξίδι (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.