ερημίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ερημίτισσα μεταγενέστερη ελληνική ἐρημίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ερημίτισσα
✦ θηλ. ερημίτισσα (Κ -τις, -ιδος) αυτός που ζει στην έρημο ή στην μοναξιά
✦ (ειδ.) καλόγερος, ασκητής
✦ (μτφ. ) άνθρωπος που αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–