ερζάτς
Προφορά
Ετυμολογία
ερζάτς └γερμ┘ Ersatz (= υποκατάστατο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ερζάτς
✦ προϊόν διατροφής που αντικαθιστά ένα άλλο ανώτερης ποιότητας αλλά που σπανίζει, υποκατάστατο: ερζάτς του καφέ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–