ερευνώ


ερευνώ
Προφορά

Ετυμολογία
ερευνώ αρχαία ελληνική ἐρευνάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ερευνώ -άς, -ά

✦ ζητώ να βρω, ψάχνω: η αστυνομία ερευνά για την ανακάλυψη των δραστών
✦ εξετάζω, μελετώ με προσοχή, ιδ. επιστημονικό υλικό: ερευνά τα αρχεία
✦ προσπαθώ να ανακαλύψω το βάθος, την εσώτερη υπόσταση: το ανέκφραστον μυστήριον του θανάτου μην ερευνάς (Α. Κάλβος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.