ερευνητικός


ερευνητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ερευνητικός μεσαιωνική ελληνική ἐρευνητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερευνητικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος, ο προορισμένος για έρευνα: ερευνητικό εργαστήριο – ερευνητικές μέθοδοι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ερευνητικά (Κ ερευνητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.