ερεθιστός


ερεθιστός
Προφορά

Ετυμολογία
ερεθιστός μεταγενέστερη ελληνική ἐρεθιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερεθιστός -ή, -ό

✦ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ερεθίσει, ο δεκτικός ερεθισμού, ευερέθιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.