ερεθισμός


ερεθισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ερεθισμός αρχαία ελληνική ἐρεθισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ερεθισμός

✦ οργή, παρόξυνση
✦ αύξηση της ευαισθησίας ή της ευπάθειας ενός οργάνου του σώματος
✦ η με οποιοδήποτε τρόπο αντίδραση οργανισμού σε εξωτερική επίδραση
✦ (ειδ.) η πρόκληση ερωτικού πόθου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.