ερείπιο
Προφορά
Ετυμολογία
ερείπιο αρχαία ελληνική ἐρείπιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ερείπιο
✦ καταστραμμένο κτίσμα, ρημάδι
✦ (μτφ. ) άνθρωπος εξαντλημένος, εξουθενωμένος
✦ πληθ. ουδ. τα ερείπια, τα λείψανα κάθε πράγματος που αφανίστηκε, χαλάσματα, συντρίμμια: ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–