εργοθεραπεία
Προφορά
Ετυμολογία
εργοθεραπεία └γαλλ┘ ergothérapie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εργοθεραπεία
✦ μέθοδος θεραπείας ορισμένων ψυχικών ή μυοκινητικών παθήσεων που συνίσταται στην εργασιακή απασχόληση των πασχόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–