εργοδότισσα
Προφορά
Ετυμολογία
εργοδότισσα αρχαία ελληνική ἐργοδότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εργοδότισσα
✦ θηλ. εργοδότρια κ. εργοδότισσα (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που παρέχει εργασία σε εργάτη
✦ που αναθέτει την εκτέλεση έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εργολήπτης
Επιρρήματα
–