ερίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ερίζω αρχαία ελληνική ἐρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ερίζω
✦ φιλονικώ, λογομαχώ, καβγαδίζω: φοβούμαι όμως ότι, με τον άκρο τοπικισμό τους, οι Έλληνες θα εξακολουθούν να ερίζουν μεταξύ τους (Άγγ. Βλάχος)
✦ ανταγωνίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–