ερήμην


ερήμην
Προφορά

Ετυμολογία
ερήμην αρχαία ελληνική ἐρήμην, αιτ. του επιθέτου ἐρήμη (από τη └φρ┘ἐρήμην δίκην)

Ερμηνεία
επίρρημα ερήμην

✦ με απουσία ή κατά την απουσία του ενδιαφερομένου: δικάστηκε ερήμην – αποφασίσανε ερήμην μου (χωρίς να με ρωτήσουν για κάτι που άμεσα με αφορούσε)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.