ερέα


ερέα
Προφορά

Ετυμολογία
ερέα μεταγενέστερη ελληνική ἐρέα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ερέα

✦ είδος πυκνού μάλλινου υφάσματος: φορούν αμπέχονα και πανταλόνι από γκρίζα ερέα (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.