επώαση
Προφορά
Ετυμολογία
επώαση αρχαία ελληνική ἐπώασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επώαση
✦ κλώσημα, εκκόλαψη |(ιατρ.) το χρονικό διάστημα από την είσδυση του μικροβίου στον οργανισμό ως την εκδήλωση της αρρώστιας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–