επόπτης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply επόπτηςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/επόπτης.mp3Ετυμολογίαεπόπτης αρχαία ελληνική ἐπόπτης Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο επόπτης ✦ θηλ. επόπτρια (Κ -πτις, -ιδος) πρόσωπο που επιβλέπει την εκτέλεση έργου Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–