επωδός
Προφορά
Ετυμολογία
επωδός αρχαία ελληνική ἐπωδός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επωδός
✦ στην αρχαία ελληνική ελλ. ο, η ἐπωδός, ο μεταχειριζόμενος μαγικές λέξεις ή μέσα για θεραπεία ή μετριασμό των σωματικών πόνων ή ασθενειών: κοιτάζανε να τους γιατρέψουν με επωδούς και με ξόρκια (Κ. Βάρναλης)
✦ στην αρχαία ποίηση, το μέρος που ακολουθεί τη στροφή και την αντιστροφή
✦ στη νεότερη στιχουργία, το ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές επαναλαμβανόμενο μέρος ποιήματος ή τραγουδιού, το γύρισμα
✦ (μτφ. ) καθετί που λέγεται επανειλημμένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–