επτάωρος


επτάωρος
Προφορά

Ετυμολογία
επτάωρος μεταγενέστερη ελληνική ἑπτάωρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επτάωρος -η, -ο

✦ αυτός που διαρκεί επτά ώρες: επτάωρη εργασία
✦ ουδ. επτάωρο, χρονικό διάστημα επτά ωρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.