επούλωση


επούλωση
Προφορά

Ετυμολογία
επούλωση μεταγενέστερη ελληνική ἐπούλωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επούλωση

✦ κλείσιμο πληγής
(μτφ. ) θεραπεία οδυνηρών καταστάσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.