εποχικός


εποχικός
Προφορά

Ετυμολογία
εποχικός εποχή

Ερμηνεία
επίθετο┘ εποχικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τις εποχές, που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές: εποχική η έξαρση της νόσου – εποχικές διακυμάνσεις της οικονομίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.