επουράνιος
Προφορά
Ετυμολογία
επουράνιος αρχαία ελληνική ἐπουράνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επουράνιος -ια, -ιο
✦ που υπάρχει στον ουρανό
✦ πληθ. αρσεν. οι επουράνιοι, οι θεοί: πάντοτε οι επουράνιοι μεγαλόθυμον γένος υπερασπίζουν (Α. Κάλβος)
✦ πληθ. ουδ. τα επουράνια ως ουσ., οι ουρανοί: προσμένουμε το θάμα που ανοίγει τα επουράνια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
επουράνια (Κ επουρανίως)