επουλώσιμος


επουλώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
επουλώσιμος επουλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επουλώσιμος -η, -ο

✦ που μπορεί να επουλωθεί: επουλώσιμη πληγή
(μτφ. ) θεραπεύσιμος, που γιατρεύεται

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεπούλωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.