εποικοδόμηση


εποικοδόμηση
Προφορά

Ετυμολογία
εποικοδόμηση αρχαία ελληνική ἐποικοδόμησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εποικοδόμηση

✦ η οικοδόμηση πάνω σε προϋπάρχουσα οικοδομή
(μτφ. ) η περαιτέρω προαγωγή, ανάπτυξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.