εποικιστικός


εποικιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εποικιστικός εποικίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εποικιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον εποικισμό: εποικιστική υπηρεσία – πολιτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εποικιστικά (Κ εποικιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.