εποικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
εποικισμός εποικίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εποικισμός
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εποικίζω
✦ η εγκατάσταση νέων κατοίκων σε κατοικημένο τόπο
✦ (ειδ.) η μετατόπιση πληθυσμών με τη φροντίδα του κράτους, για λόγους ασφάλειας ή οικονομικούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–