επιχορηγώ


επιχορηγώ
Προφορά

Ετυμολογία
επιχορηγώ μεταγενέστερη ελληνική ἐπιχορηγῶ

Ερμηνεία
ρήμα επιχορηγώ -είς, -εί

✦ δίνω χρηματική ενίσχυση
✦ (μέσ.) επιχορηγούμαι, παίρνω χορηγία από το κράτος: ορισμένα θέατρα επιχορηγούνται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.