επιχειρησιακός


επιχειρησιακός
Προφορά

Ετυμολογία
επιχειρησιακός επιχείρηση

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιχειρησιακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στις επιχειρήσεις
✦ ο σχετικός με στρατιωτική επιχείρηση, στρατιωτική ενέργεια: ο επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.