επιφύλαξη


επιφύλαξη
Προφορά

Ετυμολογία
επιφύλαξη επιφυλάσσομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιφύλαξη

✦ για τη λήψη μιας απόφασης, δισταγμός, αναμονή ορισμένων προϋποθέσεων
✦ (νομ.) η διατήρηση δικαιώματος αναιρέσεως για ορισμένο χρόνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.