επιφυλακτικός


επιφυλακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιφυλακτικός επιφυλάσσομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιφυλακτικός -ή, -ό

✦ που διατηρεί επιφυλάξεις ή που χαρακτηρίζεται από επιφύλαξη: επιφυλακτική στάση
✦ που σταθμίζει καλά κάθε του ενέργεια, προσεχτικός

Συνώνυμα
εφεκτικός
Αντίθετα
ανεπιφύλακτος
Επιρρήματα
επιφυλακτικά (Κ επιφυλακτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.