επιφυλάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
επιφυλάσσω αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιφυλάσσω
✦ περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να παρουσιάσω κάτι, προετοιμάζω: κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον
✦ (μέσ.) επιφυλάσσομαι, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή, απέχω προς το παρόν, έχω επιφυλάξεις: επιφυλάσσομαι να σου απαντήσω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–