επιτετραμμένος


επιτετραμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
επιτετραμμένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἐπιτρέπομαι

Ερμηνεία
επιτετραμμένος

✦ -η, -ον μτχ. ως επίθ. που του έχει ανατεθεί κάποια υπηρεσία, έργο
✦ αρσ. ο επιτετραμμένος ως ουσ., ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος, που αναπληρώνει τον πρεσβευτή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.